- στρογγύλος
- στρογγύλος, η, ον (Aristoph., Thu., X., Pla.+; ins, pap, LXX; Philo, Leg. All. 3, 57 [opp. τετράγωνος]) round of stones (X., De Re Equ. 4, 4; Cebes 18, 1 [opp. τετρ.]; JosAs 27:3) Hv 3, 2, 8; 3, 6, 5f; Hs 9, 6, 7f (opp. τετρ.); 9, 9, 1; 2 (opp. τετρ.); 9, 29, 4ab; 9, 30, 4.—B. 904. DELG.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.